πρωτουργός

πρωτουργός
-ό / πρωτουργός, -όν, ΝΑ
αυτός που πρώτος δημιουργεί ή δημιούργησε κάτι, που πρώτος κάνει ή έκανε κάτι, ο πρωτεργάτης
νεοελλ.
συνεκδ. ο πρώτος αίτιος, ο πρωταίτιος
αρχ.
αρχικός, αρχέγονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -ουργός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρωτουργός — primary masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτουργόν — πρωτουργός primary masc/fem acc sg πρωτουργός primary neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτουργοῖς — πρωτουργός primary masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτουργοί — πρωτουργός primary masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτουργοῦ — πρωτουργός primary masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτουργούς — πρωτουργός primary masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτουργά — πρωτουργός primary neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτουργῶν — πρωτουργός primary masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτουργῶς — πρωτουργός primary adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτουργῷ — πρωτουργός primary masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”